- αἰθερίων
- αἰθέριοςoffem gen plαἰθέριοςofmasc/neut gen plαἰθέριοςofmasc/fem/neut gen pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
άρωμα — Μείγμα διαφόρων ουσιών με ευχάριστη οσμή. Στην αρχαιότητα, χρησιμοποιούσαν α. για θυμίαση, κάπνισμα –η γαλλική λέξη parfum και η ιταλική profumo (= άρωμα) προέρχονται από το λατινικό per fumum (= με καπνό)– με καύση ξύλου ή αρωματικών ρητινών… … Dictionary of Greek
έκθλιψη — η (AM ἔκθλιψις) 1. εξαγωγή, αφαίρεση χυμού με συμπίεση 2. αποβολή τελικού φθόγγου ή διφθόγγου που σημειώνεται με απόστροφο όταν η επόμενη λέξη αρχίζει από φωνήεν ή δίφθογγο νεοελλ. ειδική μέθοδος εξαγωγής τών αιθέριων ελαίων αρχ. κατάθλιψη, θλίψη … Dictionary of Greek
ευγενόλη — η χημ. φαινολική ένωση που αποτελεί το κύριο συστατικό τού γαριφαλελαίου και άλλων αιθέριων ελαίων. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. eugenole < eugen (πρβλ. ευγεν ής) + οl < λατ. oleum (πρβλ. έλαιο)] … Dictionary of Greek
κινεόλη — Βλ. λ. ευκαλυπτόλη. * * * η χημ. οργανική ένωση εσωτερικός αιθέρας τής τερπίνης, που υπάρχει στη φύση ως συστατικό πολλών αιθέριων ελαίων, αλλ. ευκαλυπτόλη. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου και αντιδάνεια λ. ως προς το β συνθετικό, πρβλ.… … Dictionary of Greek
κιτρονελλόλη — η χημ. άκυκλη οργανική ένωση, ακόρεστη μονοτερπινική, μονοσθενής και πρωτοταγής αλκοόλη, ισομερής προς τη ροδινόλη, που αποτελεί συστατικό τών αιθέριων ελαίων τού τριαντάφυλλου και τού γερανιού και εξάγεται από τα αιθέρια αυτά έλαια ή… … Dictionary of Greek
κολώνια — Πόλη της Γερμανίας. Βλ. λ. Κολονία. * * * η κοσμητικό και αρωματικό προϊόν το οποίο συνίσταται σε αλκοολικό διάλυμα αιθέριων ελαίων, κυρίως τού περγαμότου και τής λεμονιάς. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. (eau de) Cologne < Cologne, γαλλ. ονομασία τής… … Dictionary of Greek
μεθυλενοχλωρίδιο — Οργανική ένωση με χημικό τύπο CH2CL2. Ονομάζεται και διχλωρο μεθάνιο. Είναι άχρωμο υγρό, με οσμή παρόμοια με του χλωροφορμίου· έχει σημείο βρασμού 39,8° C, πυκνότητα 1,33 gr/cm3 (στους 20° C) και είναι αδιάλυτο στο νερό. Παρασκευάζεται… … Dictionary of Greek
οινανθικός — ή, ό φρ. α. «οινανθικό οξύ» οργανική ένωση, κορεσμένο μονοκαρβονικό οξύ, ουσία που είναι διαυγές ελαιώδες εύφλεκτο υγρό με δυσάρεστη οσμή, αλλ. επτανοϊκό οξύ β) «οινανθικός αιθυλεστέρας» εστέρας τού οινανθικού οξέος με την αιθυλική αλκοόλη, που… … Dictionary of Greek
οριγανέλαιο — το χημ. συνοπτική ονομασία αιθέριων ελαίων που λαμβάνονται από τους κορύμβους διαφόρων ειδών τής ρίγανης με απόσταξη και χρησιμοποιούνται στη φαρμακευτική καθώς και για τον αρωματισμό σαπουνιών και εντομοκτότων κ.ά. προϊόντων, το ριγανόλαδο.… … Dictionary of Greek
σαλικυλικός — ή, ό, Ν 1. χημ. ονομασία κατηγορίας χημικών ενώσεων 2. φρ. α) «σαλικυλική αλδεΰδη» χημ. κυκλική οργανική ένωση, φαινόλη και, συγχρόνως, αρωματική αλδεΰδη, άχρωμο ελαιώδες υγρό με οσμή πικραμυγδάλου, που χρησιμοποιείται στην αρωματοποιία, στην… … Dictionary of Greek